στερεογραφικός

στερεογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη στερεογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερεογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεογραφία 2. φρ. «στερεογραφική προβολή» αζιμουθιακή προβολή κατά την οποία ως προβολικό κέντρο χρησιμοποιείται το αντιδιαμετρικό σημείο τού σημείου επαφής τού επιπέδου προβολής με τη γήινη σφαίρα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”